- συναπολαύει
- σύν-ἀπολαύωhave enjoyment ofpres ind mp 2nd sgσύν-ἀπολαύωhave enjoyment ofpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναπολαύω — Α [ἀπολαύω] 1. απολαμβάνω κάτι μαζί με άλλον («ἐργάζεται... ἡ θήλεια, ὁ δ ἄρρην συναπολαύει», Αριστοτ.) 2. μετέχω σε κάτι καλό ή κακό μαζί με άλλον 3. (απλώς) μετέχω … Dictionary of Greek